κεκορεσμένος

κεκορεσμένος
κορέννυμι
satiate
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεκορεσμένος ατμός — Ατμός που βρίσκεται σε θερμοδυναμική ισορροπία με το υγρό ή το στερεό σώμα από το οποίο προέρχεται. Ανάμεσα σε ένα υγρό και τον κ.α. του υπάρχει δυναμική ισορροπία, δηλαδή ο αριθμός των μορίων που απομακρύνονται στη μονάδα του χρόνου από την υγρή …   Dictionary of Greek

  • βουτάνιο — Κεκορεσμένος υδρογονάνθρακας, ο οποίος αποτελείται από 4 άτομα άνθρακα σε ευθύγραμμη αλυσίδα και από 10 άτομα υδρογόνου. Ο τύπος του είναι C4H10. Απαντάται στη φύση σε μερικά πετρέλαια μαζί με ένα ισομερές του (ισοβουτάνιο), από το οποίο διαφέρει …   Dictionary of Greek

  • βρασμός — Φαινόμενο που συμβαίνει όταν η τάση των ατμών ενός υγρού –με τη μεταβολή είτε της θερμοκρασίας είτε της πίεσης– υπερβεί την εξωτερική πίεση. Είναι λοιπόν δυνατόν να πετύχουμε β. είτε υψώνοντας τη θερμοκρασία είτε μειώνοντας την πίεση. Με τις… …   Dictionary of Greek

  • διακορής — διακορής, ές (Α) 1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος 2. ο υπερβολικά γεμάτος 3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κορής < κόρος] …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάνιο — το κεκορεσμένος υδρογονάνθρακας με χημικό τύπο C12Η26 …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… …   Dictionary of Greek

  • κεκορεσμένως — (Α) τελείως, πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκορεσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κορέννυμι «χορταίνω, ικανοποιώ»] …   Dictionary of Greek

  • τριδεκάνιο — το, Ν χημ. κεκορεσμένος υδρογονάνθρακας τής σειράς τού μεθανίου ο οποίος απαντά στο πετρέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tridecane < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + decane «δεκάνιο» (< δέκα)] …   Dictionary of Greek

  • κορέστηκα — (να κορεστώ, κατά το τελέστηκα, βλ. πίν. 78 , αόρ. του αρχ. ρ. κορεννύομαι), κορεσμένος Σημειώσεις: κορέστηκα : στην επιστημονική ορολογία απαντάται και η λόγια μτχ. κεκορεσμένος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”